- σωτικός
- -ή, -όν, Αβλ. σωστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωστικός — ή, ό / σωστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σωτικός, ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, καταστροφή, θάνατο κάποιον ή κάτι (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν αμέσως» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν εἶναι», Αριστοτ.) 2. σωτήριος,… … Dictionary of Greek